Κριτικές

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

«…Κάνεις μια ζωγραφική της καλής παλιάς εποχής, αν κάτι τέτοιο υπήρξε ποτέ’ ενα έχει σημασία, ότι δουλεύεις από το φυσικό. Το «φυσικό» που, όπως έλεγε ο Ρενουάρ, ξεκινάμε να το ζωγραφίσουμε γεμάτοι ιδέες και μας αναποδογυρίζει με μια κλωτσιά. Δημιουργώντας καινούργιες ιδέες, θα πρόσθετα εγώ.
Εξακολούθησε να αντιγράφεις την πραγματικότητα, αν την αντιγράφεις πράγματι πιστά θέλοντας και μη, θα φτάσεις στη μεγάλη υποκειμενικότητα που οδηγεί στην αντικειμενικότητα της αφηρημένης τέχνης.
Έχεις κάθε λόγο να ελπίζεις ότι θα φτάσεις σε τούτο το καλό τέρμα. Μόνα τους θα άφαιρεθούν τα μη απαραίτητα»
από γράμμα που έστειλε στον Νικολαΐδη από το Παρίσι το 1976

Γιωργος Μαυροϊδης ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

« …Λογαριάζω να πω πολύ λίγα ή μάλλον ενα και μόνο, το όποιο θέλω να εξάρω, γιατί νομίζω ότι είναι γενικά ούσιοδέστατο και το κύριο χαρακτηριστικό στην τέχνη του Νικολαΐδη. Το ενα αυτό είναι η αλήθεια».

από μια παρουσίαση που έκανε του Νικολαΐδη το 1978

ΑθηνA ΣχινA ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Η ιδιοσυγκρασία του τοπίου

Παρακολουθώντας κανείς τό ζωγραφικό έργο τοϋ Γιώργου Νικολαΐδη, επισημαίνει κατ’ αρχάς την έμμονη του γύρω από την ρεαλιστική απόδοση των μορφών. Ο ρεαλισμός, ωστόσο, έχει δεκάδες εκφάνσεων, ιδιαίτερα στίς μέρες μας, όπου διαπιστώνεται όχι τόσο μιά επιστροφή, αλλά μιά σειρά αξιοποιήσεων, χειρισμών καί διαπραγματεύσεων της ρεαλιστικής, κατά τά άλλα, εικόνας, η οποία εμφανίζεται πλέον μέσα από τον εμπλουτισμό πολλών στοιχείων που αντλήθηκαν κι αξιοποιήθηκαν μέσα από τίς γόνιμες εμπειρίες του μοντερνισμού.
Έτσι, ο ρεαλισμός σήμερα, μέσα από τά διάφορα πρόσωπα του, μπορεί νά παραπέμπει ίσως στήν συντήρηση, στην επανάληψη, αλλά καί στήν πρωτοπορία κάποτε, εφόσον ο καλλιτέχνης στήν τελευταία αυτή περίπτωση χρησιμοποιεί τήν απεικόνιση μέ ιδιαιτερότητες πού φανερώνουν σύγχρονες ανησυχίες καί προβληματισμούς.
Η εποχή μας, μπορεί νά επιτρέπει ελευθερίες επιλογών καί συνδυασμών που άλλοτε ήταν αδιανόητες. Μπορεί ό βαθμός της ανεκτικότητας του κοινού νά θεωρείται εν πρώτοις μεγαλύτερος, ωστόσο ο «πολιτισμός της εικόνας» με τις πολλαπλές του νοηματικές εκδοχές και τους τρόπους της πολύπλευρης και σύνθετης παρουσίασης του, έχει εδώ και καιρό διαμορφώσει θεατές πολύ πιό απαιτητικούς, από εκείνους που συναντούσαμε παλιότερα.
Στήν ζωγραφική του Γιώργου Νικολάί’δη, η πρωτεύουσα σημασία δέν εξαντλείται στην ρεαλιστική απεικόνιση με την οποία παρουσιάζεται η κάθε του φιγούρα ή ομάδα μορφών. Το κύριο γνώρισμα του καλλιτέχνη είναι η σκηνογραφική θεατρικότητα της παρουσίασης των χώρων (αστικών ή υπαίθριων), ο τρόπος πού φωτίζονται αυτοί οί χώροι, η ατμόσφαιρα που αποπνέουν και φυσικά η συνθετική διάταξη της μιας ή των περισσοτέρων μορφών, που κινούνται ή στέκονται, δίνοντας τον τόνο σ’ αυτά του τα ίδιοσυγκρασιακά τοπία. 

Τα τοπία, που θαρρεί κανείς, πως λειτουργούν δραματουργικά, έτοιμα να υποδεχθούν και να προτείνουν διάφορες ανθρώπινες ιστορίες, βγαλμένες μέσα άπ’ το παρελθόν, τις μνήμες, τις αναπολήσεις και τους στοχασμούς ατόμων που παρήλθαν ή προσμένονται ανά πάσα στιγμή να εισβάλουν και να συνεχίσουν με την παρουσία τους, κάποιο ημιτελές «σενάριο».
Το φως είναι σκληρό καί έντονο, στα περισσότερα έργα του Γιώργου Νικολαΐδη. Είναι ένα φως που προσθέτει γλυπτικότητα στους όγκους, τονίζοντας καί ξεκαθαρίζοντας τα χρώματα, που με την σειρά τους υποδηλώνουν την δομική άρθρωση αυτών των όγκων. Ο συγκεκριμένος φωτισμός αποτελεί έναν συνδυασμό φυσικού (ηλιακού) και τεχνητού (θεατρικού) φωτός, σαν να πρόκειται για την δραματουργική παρουσίαση απεικονιζόμενων περιστατικών, που αποδίδονται ώς ακινητοποιημένα στιγμιότυπα.
Ουσιαστικά στό έργο τού Γιώργου Νικολαΐδη, ο χρόνος είναι εκείνος που «παγώνει» κι ακινητοποιείται από τίς στιγμές του. Είναι ό χρόνος της απόλυτης ηρεμίας και περίσκεψης, ο χρόνος της νοσταλ­γίας και της ενατένισης.
Τα πρόσωπα του, με γυρισμένες συνήθως τις πλάτες στον θεατή η με σκυμμένο το κεφάλι, αφοσιωμένα σε συνήθεις ενασχολήσεις τους, επέχουν θέση ανθρώπων που μπορούν να εκληφθούν και ως αγάλματα. Οι μορφές του, με τη θέση που καταλαμβάνουν στο κάθε έργο, προτρέπουν τον θεατή να τις θεωρήσει ώς ρόλους ή ως αινίγματα. Αινίγματα πού έσωτερικεύουν την «ομιλία» τους, καθώς αντιπαραβάλλονται στον χρόνο και στον μύθο μιας υποθετικής αφήγησης. “Αλλωστε, ό τρόπος που διαρθρώνονται μέσα στή σύνθεση, κάνει τις μορφές αυτές νά υποδύονται το ίδιο το τοπίο, τα επίπεδα του, το βάθος και τα μυστήρια που κρύβει και άλλοτε αποκαλύπτει ο κάθε ψυχοδυναμικός του χώρος.
Ό Γιώργος Νικολαϊδης, μάς φανερώνει τα σώματα ως τοπία και τα τοπία ως σώματα, με τα φώτα, τα χρώματα και την ζωντάνια τους. Έκείνην του παρελθόντος που γίνεται ένα διαρκές και ατελείωτο παρόν, σε κάθε βλέμμα μας πού διερωτάται για τα φευγαλέα και επί­μονα γεγονότα της μνήμης. Τα γεγονότα που μεταμορφώνονται σε παρουσίες, ακατάβλητες απο την φθορά και τις αλλαγές του χρόνου.

ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Η Αμεσότητα του Νικολαϊδη

Η ζωγραφική του Νικολαΐδη διαμορφώνεται στις πλατιές αντιλήψεις της ελεύθερης παραστατικής απεικόνισης. Ανήκει στη νέα γενιά καλλιτεχνών της δεκαετίας του 1970, που μετά από τις θυελλώδεις μεταπολεμικές διερευνήσεις της εικαστικής έκφρασης, έγινε πιο προσγειωμένη, πιο θετική να δεχτεί την αντικειμενική ύπαρξη της ζωής.
Αυτό τον προφυλάσσει να μη κατολισθήσει στις ερεβώδεις αναζητήσεις ενός άκρατου υποκειμενισμού, μιας εσώστροφης ζωγραφικής, που πολλές φορές οδηγεί ως την αποστασία από τον άνθρωπο.
Σύγχρονα ο Νικολαίδης είναι λικνισμένος από μεσογειακούς ανέμους, μεγαλωμένος με ταξιδιάρικα όνειρα της πατρίδας του της Κύπρου. Κουβαλά εντός του κληρονομικά μετακινούμενα κύματα, ρυθμούς και μέτρα της αιωνόβιας πολιτιστικής παράδοσης της μεγαλονήσου. Κι αυτά δεν τον αφήνουν να δεσμευτεί στη στατική κι αδρανή παραδοχή και απεικόνιση των οπτικών μόνο φαινομένων. 

Δεν παραδέχεται σκοπό της ζωγραφικής τη ψευδαίσθηση του πραγματικού, που να φτάνει ως τη νατουραλιστική πεζότητα και να αχρηστεύει την παρουσία του καλλιτέχνη. Ο ΝικολαΓδης μεταπλάθει, τροποποιεί, παραλείπει απ’ το ελεύθερο παραστατικό θέμα του, ό,τι τον εμποδίζει ν’ ακουστεί ο ρυθμικός βηματισμός των αισθημάτων του, η αόρατη μα διάχυτη εκείνη σχέση της ψυχής προς τα πράγματα.
Αν αναζητούσαμε να κατατάξουμε πιο ειδικευμένα τη ζωγραφική του Νικολαΐδη, σε μια γενικότερη κίνηση της σημερινής τέχνης, θα λέγαμε πως περισσότερο ταυτίζεται με την τάση της αποκαλούμενης «νέας πραγματικότητας», που χαρακτηρίζεται από την αμεσότητα της εικαστικής παράστασης, τη ζωντάνια, την ενέργεια και τη συνεκτικότητα του συνόλου. Αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία θα συναντήσουμε στους τελευταίους ιδιαίτερα πίνακες του Νικολαΐδη, που τους περιβάλλει και με μια αόρατη πάντα ατμόσφαιρα ενός αναμενόμενου.

Φωτεινές ανταύγες και χρωματικές αρμονίες

Ο Γιώργος Νικολαΐδης εκθέτει την πρόσφατη ζωγραφική του στην «Αργώ». Ενδιαφέρουσα η δουλιά του γιατί δείχνει έναν καλλιτέχνη που σέβεται το έργο του και μένει πιστός στην ιστορική αποστολή της τέχνης. Της τέχνης που είναι ο ευπαθής σεισμογραφος των ψυχικών και πνευματικών καταστάσεων ενός τόπου και συγκεκριμένης εποχής. Και ο Νικολαΐδης διακονεί τούτο το ιδανικό, δίχως κραυγές εντυπώσεων, δίχως επιδεικτικές χειρονομίες. Γιατί είναι σεμνός και ευγενικός καλλιτέχνης και δεν οργανώνει τα χειροκροτήματα της αρράς. Προτιμά τον έπαινο των σοφιστών. Μ’ όλο που η ζωγραφική του είναι παραστατική, με ένα ιδιόρρυθμο ρεαλισμό, ο Νικολαΐδης συντηρεί ένα εσώστροφο όραμα. Ενα όραμα ζυμωμένο με ψυχική γαλήνη, με πνευματική νηφαλιότητα και με δεξιοτεχνική πληρότητα. Είναι διάχυτη σε όλη τη δουλιά του μια ευγενική ατμόσφαιρα που ίσως να πηγάζει από τη νησιώτικη καταγωγή του, την Κύπρο, που είναι δοκιμασμένη μέσα σε άπειρους ενιαυτούς του πολύπαθου αυτού νησιού. Η ζωγραφική του Νικολαίδη χαρακτηρίζεται από το σιγανό, τον ψιθυριστό λόγο, την εξομολόγηση του δειλινού, που την ώρα αυτή, οι άνθρωποι θυμούνται. Επιδιώκει να ακουμπήσει στον άνθρωπο, να συναντήσει τη συντροφική ψυχή, γιατί κανείς δεν μπορεί να αντέξει τη μοναξιά, που λέει ο κόσμος ότι «από το καημό της μοναξιάς άλλος καημός δεν είναι». 

 

Με τούτο τον εσώτερο οπλισμό, ο Νικολαΐδης μέσα στην πολύχρονη διαδρομή που διακονεί τον εικαστικό λόγο, δεν κατολίσθησε σε ξένα, σε εισαγόμενα βοσκοτόπια. Δεν μιμήθηκε φίρμες, δεν πλαστογράφησε την ψυχή του. Αντλεί τις συγκινήσεις του από τον τόπο μας. τις ζυμώνει με φωτεινές ανταύγειες και χρωματικές αρμονίες, διακριτικά και ειλικρινά. Απεικονίζει παραδοσιακά σπίτια, που ιστορούνε «ου παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι…». Δίχως επιχρίσματα με την πατίνα του χρόνου, που προκαλεί κείνο τον αόριστο νόστο, για ό,τι περνά και χάνεται. Αλλοτε πάλι ανθρώπινα γκρουπαρίσματα στις αποβάθρες, έτοιμους για αποδημία… «Μα ποιος πήγε ποτέ στης χαράς το νησί;». Ηθογραφικά ενσταντανέ της σύγχρονης ζωής που είναι στιγμιότητα και είναι φευγαλέα. Αυτά είναι τα είδωλα του Νικολαίδη και είναι αξιοθαύμαστα πώς μέσα στις κοσμογονικές ανακατατάξεις του καιρού μας ο Νικολαΐδης συντηρεί ψυχικά σύμβολα και είδωλα. Ισως γιατί γνωρίζει πως όσοι δεν ζήσανε με είδωλα δεν γεννήθηκαν ή γεννήθηκαν θνησιγενείς. Το όραμα για ένα δικαιότερο και καλύτερο κόσμο ήταν το κύτταρο του ανρθώπινου πολιτισμού.

ΣτΕλιος ΛυδΑκης για τον νικολαϊΔΗ

Ευτυχώς για τον Νικολαΐδη, η ζωγραφική του στράφηκε σε προβληματισμούς του φωτός και του χρώματος, της συνθέσεως και του στιγμιαίου, οπότε ξέφυγε από τα πρότυπα του Τσαρούχη, καταφέρνοντας έτσι να αποκτήσει ένα δικό του εκφραστικό ύφος. 

Το ύφος αυτό είναι σχεδόν αντιρομαντικό και αναλογεί περισσότερο προς τον ψυχρό υπερβατισμό του σύγχρονου ρεαλισμού γενικότερα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΞΥΝΟΠΟΥΛΟΣ για τον νικολαϊΔΗ


Ζωγράφος Έφορος του εργαστηρίου τοιχογραφίας και τεχνική ζωγραφικής εικόνων της Σχολής Καλών Τεχνών.

Γνώρισα για πρώτη φορά τον Γιώργο Νικολαΐδη το 1974, όταν σπούδαζε στο εργαστήριο ζωγραφικής με τον Γιώργο Μαυροϊδη ως δάσκαλό του. Ήρθε εκείνη τη στιγμή για να μάθει μαζί μου την τέχνη της τοιχογραφίας και την τεχνική της ζωγραφικής εικόνων. Πριν μιλήσω γι ‘αυτόν ως ζωγράφο, επιτρέψτε μου να πω δύο λόγια για τον άνδρα. Σε εκείνο το έτος μαρτυρίου για την πατρίδα του στην Κύπρο, ο Γιώργος Νικολάδης ήταν κάτι περισσότερο για μένα παρά ένας μαθητής. Ήταν ο νεαρός άνδρας από την Κύπρο που κατετάγη εθελοντικά ως στρατιώτης, κοίταξε θανάσιμους κινδύνους στο πρόσωπο, αρρώστησε και, μόλις μπόρεσε να συνεχίσει τις σπουδές του, έδωσε τον εαυτό του εξ ολοκλήρου στο έργο του. Δούλεψε, και εξακολουθεί να εργάζεται, μέχρι το σημείο της εξάντλησης. Ήταν σαν να μην είχε ανθρώπινες ανάγκες. Πιστεύω ότι με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να ξεχάσει τη φρίκη που είχαν δει τα μάτια του. Αλλά αυτό που είχε βιώσει ήταν να εκδηλωθεί στο έργο του, να ξαναζωντανεύει με τη γλώσσα έκφρασης του ζωγράφου του.

Πριν από αυτά τα γεγονότα, ο Γιώργος Νικολαΐδης είχε προσπαθήσει στη ζωγραφική του να αγκαλιάσει ένα ειρωνικό, ευχάριστο όραμα της φύσης. Ανθρώπινες φιγούρες, μερικές φορές στο ύπαιθρο, μερικές φορές στο εσωτερικό, νεκρές φύσεις, τοπία, συνθέσεις. Όλα παρατηρήθηκαν έντονα, αλλά με στοργή. Μεταμορφώθηκε σε έναν κόσμο αφθονίας χρώματος. Ειδικότερα, το εσωτερικό του εκπέμπει μια ποίηση οικειότητας που είναι συναρπαστική.
Ο Γιώργος Νικολάδης αφομοίωσε στη ζωγραφική του τις διδασκαλίες του Μαυροϊδη. Ασχολήθηκε με συνθέσεις στις οποίες ξεχώριζε η ανθρώπινη φιγούρα, βασανισμένη, αγωνιζόμενη σαν σε εφιάλτη. Με αυτόν τον τρόπο η τέχνη του αντικατοπτρίζει τα δεινά της Κύπρου.
Αργότερα, προσπάθησε να φτάσει σε ένα σύνθετο έργο που εξέφρασε την τραγωδία της πατρίδας του, με το σημείο εκκίνησης όχι μόνο στη φαντασία, αλλά και σε σκηνές από τη ζωή των συμπατριωτών του.
Εργάστηκε σκληρά για να εξοικειωθεί με τις τεχνικές της βυζαντινής ζωγραφικής, τοιχογραφίας και ζωγραφικής με αυγό. Εργάστηκε ασταμάτητα για να μπει βαθιά σ ‘αυτόν τον κόσμο, σαν αληθινός ζωγράφος, αρνούμενος να ακολουθήσει τον εύκολο δρόμο της μηχανικής αντιγραφής. Και τα έργα που έχει παραγάγει στο πνεύμα της τέχνης της παράδοσης χαρακτηρίζονται από δύναμη και πόνο.